- καλλιστέφανος
- -η, -ο (Α καλλιστέφανος, -ον)αυτός που φορά ωραίο στεφάνι («τὸν παρὰ καλλιστεφάνοις εὐφροσύναις δαίμονα», Ευρ.)αρχ.φρ. «καλλιστέφανος ἐλαία»(στην Ολυμπία) άγρια ελιά από την οποία λαμβάνονταν τα στεφάνια τών νικητών («ἐν τῳ Πανθείῳ ἐστὶν ἐλαία, καλεῑται δὲ καλλιστέφανος», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -στέφανος (< στέφανος), πρβλ. βοτρυο-στέφανος, κακο-στέφανος].
Dictionary of Greek. 2013.