καλλιστέφανος

καλλιστέφανος
-η, -ο (Α καλλιστέφανος, -ον)
αυτός που φορά ωραίο στεφάνι («τὸν παρὰ καλλιστεφάνοις εὐφροσύναις δαίμονα», Ευρ.)
αρχ.
φρ. «καλλιστέφανος ἐλαία»
(στην Ολυμπία) άγρια ελιά από την οποία λαμβάνονταν τα στεφάνια τών νικητών («ἐν τῳ Πανθείῳ ἐστὶν ἐλαία, καλεῑται δὲ καλλιστέφανος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -στέφανος (< στέφανος), πρβλ. βοτρυο-στέφανος, κακο-στέφανος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλλιστέφανος — beautiful crowned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστέφανον — καλλιστέφανος beautiful crowned masc/fem acc sg καλλιστέφανος beautiful crowned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστεφάνοις — καλλιστέφανος beautiful crowned masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστεφάνου — καλλιστέφανος beautiful crowned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστεφάνους — καλλιστέφανος beautiful crowned masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστεφάνων — καλλιστέφανος beautiful crowned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστεφάνῳ — καλλιστέφανος beautiful crowned masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστέφανε — καλλιστέφανος beautiful crowned masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОЛИМПИЯ —    • Olympĭa,          η̉ Όλυμπία, первоначально площадь, принадлежащая к храму перед воротами Писы в Элиде в том месте, где Клодей (или Кладаос) вливается в Алфей. После разрушения Писы, в 641 г., элейцы не позволили возникнуть здесь новому… …   Реальный словарь классических древностей

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”